πολυαρχώ — έω, Α [πολύαρχος] 1. κυβερνώ πολλούς, άρχω πάνω σε πολλούς 2. παθ. πολυαρχοῡμαι βρίσκομαι υπό καθεστώς πολυαρχίας, κυβερνώμαι από πολλούς … Dictionary of Greek
Πολυάρχῳ — Πολύαρχος ruling over many masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)